- παραβεβυσμένως
- παραβεβυσμένως, Adv., ([etym.] παραβύω)A gloss on βύζην, Sch.Luc. Lex.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβεβυσμένως — indeclform (adverb) παραβεβῡσμένως , παραβύω stuff in perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβεβυσμένως — Α επίρρ. στουπωμένα, παραγεμισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβυσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβύω «βουλλώνω»] … Dictionary of Greek